συνοφρυούμαι

συνοφρυούμαι
(ο ) хмуриться, хмурить брови; насупливаться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "συνοφρυούμαι" в других словарях:

  • συνοφρυώνομαι — συνοφρυοῡμαι, όομαι, ΝΜΑ [σύνοφρυς] νεοελλ. σουφρώνω τα φρύδια μου από δυσαρέσκεια, θυμό, ανησυχία ή βαθιά σκέψη, σκυθρωπάζω, κατσουφιάζω αρχ. 1. σουφρώνω τα φρύδια μου από λύπη, λυπούμαι, θλίβομαι (α. «στυγνῷ προσώπῳ καὶ ξυνωφρυωμένῳ», Ευρ. β.… …   Dictionary of Greek

  • συνοφρύωμα — το, ΝΜΑ [συνοφρυοῡμαι / ώνομαι] σούφρωμα τών φρυδιών από λύπη ή δυσαρέσκεια …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»